- χαμηλόφωνα
- [хамилофона] επ.’ρ. низким голосом, тихо, спокойно.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek
ψιθυριστός — ή, ό, Ν [ψιθυρίζω] 1. αυτός που ψιθυρίζεται, που λέγεται χαμηλόφωνα 2. μτφ. (για φήμη ή γνώμη ή ιδέα) αυτός που διαδίδεται αφανώς, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτός. επίρρ... ψιθυριστά Ν χαμηλόφωνα, μουρμουριστά … Dictionary of Greek
αδελφοποίηση — Το έθιμο της αδελφοποιίας είναι πανάρχαιο. Αναφέρεται ότι το είχαν οι Λυδοί, οι Σκύθες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι, αλλά και οι λαοί της Πολυνησίας και της Αφρικής. Στη νεότερη Ελλάδα… … Dictionary of Greek
απομέσα — (τοπ. επίρρ.) 1. από μέσα, από το εσωτερικό 2. στο εσωτερικό, στη μέσα επιφάνεια 3. διαμέσου, μέσα από 4. φρ. «μιλώ ή διαβάζω απομέσα μου» μιλώ ή διαβάζω χαμηλόφωνα ή χωρίς να μιλώ καθόλου … Dictionary of Greek
γέγωνα — (Α) 1. μιλώ ή φωνάζω δυνατά 2. αποτείνομαι σε κάποιον με δυνατή φωνή 3. ομιλώ ευδιάκριτα, καθαρά 4. ψάλλω, υμνώ 5. διαλαλώ, διακηρύσσω, δηλώνω αρχ. μσν. φρ. «γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ» με δυνατή φωνή, όχι χαμηλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος παρακμ. με σημ.… … Dictionary of Greek
δαμινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Οπλαρχηγός, πολέμησε επικεφαλής σώματος Κρητικών στην Πόλιανη, στο Άργος, στην Τρίπολη κ.α. 2. Γρηγόριος. Επικεφαλής σώματος Κρητικών πολέμησε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά. Το 1825 πήρε μέρος στις μάχες … Dictionary of Greek
μετζαβότσε — επίρρ. μουσ. όρος μουσικής αρμονίας που απαιτεί να τραγουδηθεί ένα κομμάτι με «μισή φωνή», χαμηλόφωνα … Dictionary of Greek
περιτρύζω — Α γογγύζω χαμηλόφωνα, σιγοκλαίω ολόγυρα («περιτρύζουσι διηνεκὲς ἀλλήλοισι», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τρύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
σιγά — (I) Ν επίρρ. 1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά») 2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς») 3. φρ. «σιγά σιγά» α) σταδιακά β) με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά]. (II) ἡ, Α (δωρ … Dictionary of Greek
σιγοκράζω — Ν κράζω χαμηλόφωνα, φωνάζω σιγανά … Dictionary of Greek
σιγοτραγουδώ — άω, Ν τραγουδώ χαμηλόφωνα … Dictionary of Greek